Ας φωνάζει ο Γεωργελές για την εθελοτυφλία μας απέναντι στα πραγματικά προβλήματα της χώρας. Ας φωνάζω κι εγώ, μαζί με κάτι ελάχιστους γραφικούς κάθε τόσο για το αυτονόητο που έχει καπελωθεί από οπαδούς ιδεολογιών που ούτε οι ίδιοι καταλαβαίνουν. Στο τέλος, στον πυρήνα κάθε ευφάνταστου λαϊκισμού και παθιασμένου αγώνα, αυτό που μένει είναι η καθημερινότητα του καθενός. Για κάποιους δύσκολη, για κάποιους άλλους πιο εύκολη. Στο τέλος, μένει η λεπτομέρεια του τούνελ, ο φοροφυγάς, το λαμόγιο και ο «κουμπάρος» που θα συνεχίσουν να κουβαλάνε τα ίδια μυαλά με οποιαδήποτε πολιτική απόχρωση έχει η κυβέρνηση που ψήφισαν, είτε συναλλάσσονται με ευρώ, είτε με δραχμές.
Όταν ξένοι φίλοι με ρωτάνε τι συμβαίνει επιτέλους με την ελληνική κρίση, προσπαθώντας να βγάλουν νόημα, αντί πολύπλοκων οικονομικών αναλύσεων, προτιμώ να τους μιλάω για τον θρυλικό αντικαπνιστικό νόμο του 2010. Για τον απλούστατο λόγο ότι συσσωρεύει όσο καλύτερα γίνεται τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας που προβάλλουν τα σημερινά αδιέξοδα. Διότι, όταν ένας τόσο απλός νόμος που έχει σκοπό το κοινό καλό, που αποφέρει έσοδα στο κράτος, που μακροπρόθεσμα ανακουφίζει τα ασφαλιστικά ταμεία, κατακρεουργείται ομόφωνα από την πλειοψηφία της κοινωνίας, τους κρατικούς ελεγκτές και τα θεσμικά όργανα, ανεπίσημα, κάτω από το τραπέζι, και τελικά δεν εφαρμόζεται, καταλαβαίνεις τι περιθώρια συνεννόησης και συλλογικότητας έχουμε σε πιο σοβαρά και σύνθετα ζητήματα που εν τέλει αφορούν και τα οικονομικά μας. Η αποτυχία εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου συμβολίζει την συνολική μας αποτυχία ως κοινωνία και αποδεικνύει περίτρανα τη νοοτροπία που διαπερνά οριζόντια όλα τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά στρώματα.
Κάπως έτσι, γενικώς και αορίστως ο καθένας αποφασίζει τι είναι σωστό και τι όχι για όλους τους υπόλοιπους, και πράττει ανάλογα, χωρίς φυσικά να αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Και μου θέλεις τώρα εσύ, με τέτοια μυαλά, να βγούμε από την κρίση, ή έστω να αποφασίσουμε σε κοινωνικό επίπεδο πως θέλουμε να πορευτούμε. Όχι. Αυτά δεν ανήκουν στην νεοελληνική ψυχοσύνθεση. Σε εμάς ανήκει ο τσαμπουκάς, η μαγκιά και το τσαγανό που πουλάνε οι δύο υποψήφιοι αυριανοί Πρωθυπουργοί. Που μιλάνε χρησιμοποιώντας ορολογία πολιτικού λόγου της δεκαετίας του ’80, και μπορούν και πείθουν τα πλήθη. Τριάντα χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης, εμείς στην Ελλάδα προτιμήσαμε τη στασιμότητα της μαγκιάς.
Προσπαθώ ένα μήνα τώρα να καταλάβω τι είναι αυτό που με χαλάει τόσο πολύ στην ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και η απάντηση είναι αυτή. Το κόμμα που ως ύψιστη λύση για την έξοδο από την οικονομική κρίση έχει τον εκβιασμό και τον τσαμπουκά στους ευρωπαίους εταίρους, εμπνέει τον κόσμο ακριβώς για αυτό. «Δεν τους συμφέρει να μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη, οπότε εμείς θα τους εκβιάζουμε για να συνεχίζουν να μας τα σκάνε χωρίς καμία υποχρέωση από μέρους μας». Πόσο μοιάζει με το «Θα συνεχίζω να καπνίζω μέσα στη μούρη σου, γιατί κανείς δεν θα μου βάλει πρόστιμο». Πόσο cool! Πόσο ελληναρίστικο. Τόσο trendy συμπεριφορά που ήδη μονοπωλεί το 75% του εκλογικού σώματος. Οι πολιτικοί χώροι είναι διαφορετικοί, ο ελληναρισμός διάχυτος παντού.
Το στοίχημα πλέον δεν είναι η εφαρμογή ή όχι του μνημονίου, η παραμονή ή όχι στην ευρωζώνη. Οι έννοιες αυτές έχουν ευτελιστεί τόσο πολύ στον δημόσιο πολιτικό λόγο που είναι σα να μην υπάρχουν καν. Το στοίχημα πλέον είναι αν η πενιχρή μειοψηφία των ανθρώπων που έχει απομείνει σε αυτή τη χώρα και προβληματίζεται με αυτές τις νοοτροπίες, θα αναγκαστεί να απορροφηθεί τελικά από αυτόν τον ελληναρισμό ή θα καταφέρει να συνεχίσει να σκέφτεται διαφορετικά.