![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgXInjaEL-61FKtK3MUPXb3QaCXi7aJouOXWb_p9KzK_5Rqw6DsaRHDScxB492RML5TXhTK-Qk8nhV-ACue4M3RMkrwdHtDLPq7LeaHuNj99PE1_-oRL_Rny3eGR9M4GLMM4X0tmdVdbpVR/s400/tenezos55.jpg)
(Κλικ στο πόστερ και στο banner δεξιά, για περισσότερες πληροφορίες της υπόθεσης Τενέζου)
ελληνάκι, το [eliˈnakʲi] (αντιθ. Ελληναράς), 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος και που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται Ελληναράδες. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα και αυτό δεν το θεωρεί προτέρημα σε σχέση με ιθαγενείς ή υπηκόους άλλων κρατών.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -άκι]